Λέξημα / Ποίηση / Συλλογική παρουσίαση ΙΙΑνώνυμος επισκέπτης
Ποίηση Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #232 | Αποστολή από ?????? |
   Κυρ 10 Δεκ 2006 
Πέρα απ το χρόνο
Συλλογική παρουσίαση ΙΙ
Χωρίς εξώφυλλο
Παρουσιάζονται οι : Ελένη Κονδύλη, Βασιλική Φράγκου, Ντίνος Σιώτης, Χρίστος Παπαγεωργίου, Σωτήρης Παστάκας και Τάσος Γαλάτης

Ελένη Κονδύλη
Λάθος τρένο
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα.


  Η Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια Αραβολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταφράστρια του μεγάλου Άραβα ποιητή Άδωνη (κυκλοφορούν ποιήματά του σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), αποφάσισε να εκδώσει και τα δικά της ποιητικά πονήματα.
  Τα ποιήματά της είναι γεμάτα υπαρξιακή αγωνία, και το πρώτο πρόσωπο, σε ενεστώτα ή αόριστο, κυριαρχεί στα ρήματά της. Οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί: Δεν πέθανα, Δε θέλω το κενό, Πεινάω, θέλω κι άλλο, Δεν έχω χώμα,  τα τέσσερα πρώτα της συλλογής.
  Υπάρχει κι ένας αποδέκτης, και γι αυτό το δεύτερο ενικό κυριαρχεί σε συχνότητα: Μη βλέπεις, Χαμήλωσε τη μουσική, Άντε, Έλα και γύρε. Είναι ο ίδιος με διάφορα πρόσωπα, ή διαφορετικός;
  Σε ρητορεύω θάνατε, και σ' ακουμπάω με λέξεις.
  Επάνω στον καθρέπτη μου χάνω το πρόσωπό μου.

  Όχι, δεν γράφει σαν το Σολωμό στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Όμως ο δεκαπεντασύλλαβος βρίσκεται στο αίμα των ποιητών μας, και, πιστεύω ασυνείδητα, εισβάλει μέσα στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης. Μου έχει γίνει συνήθεια να ανιχνεύω τέτοιους δεκαπεντασύλλαβους, και όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και σε πεζά κείμενα. Στη συλλογή αυτή της Ελένης Κονδύλη μέτρησα συνολικά 14 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
  Με το δεύτερό της ποίημα, το «Δε θέλω το κενό», ξορκίζει το «τίποτα», το οποίο στοιχειώνει κυρίως το «Σωπαίνει πάλι», εμφανιζόμενο τέσσερις φορές. Το «τίποτα» κατατρύχει και τη σκέψη των υπαρξιστών και κυρίως του Σάρτρ, ενώ ο «τρόμος του κενού» (horror vacui), δεν αφορά μόνο ή κυρίως τη φυσική, αλλά και τη φιλοσοφία. Το υπαρξιακό κενό είναι όντως φοβερό.
  Καμιά φορά η Κονδύλη ξεχνάει τον εαυτό της και τον αποδέκτη της και ρίχνει ματιές στο εξωτερικό περιβάλλον:
  Απλώνει ο ουρανός, απλώνει. Ο φόβος σήμερα έχει λαγάσει. Ένα χρώμα. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά σε είδα, καθώς στεκόσουν στα όνειρά σου μπροστά με περισυλλογή.
  Ανάμεσα στο παγκάκι και την πολυθρόνα του ακαδημαϊκού, τη διαπλοκή του συνδικαλιστή και το μόχθο ενός ανθρωπιστή, ανάμεσα σ' όλα, περνάς σαν παιδί.
  Είμαι κι εγώ κάπου κοντά.
  Κι ας μιλώ άλλη γλώσσα, κι ας ακουμπώ άλλες φυλακές.

  Μιλάει για μια από τις «Ρωσίδες».
  Αν και ολιγογράφος, η Ελένη Κονδύλη είναι μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια.


Μπάμπης Δερμιτζάκης



                                         *****


Βασιλική Φράγκου
Οι πατημασιές του ανέμου
Εκδ. Μελάνι


Ο τίτλος είναι μια καλή μεταφορά για την ποιητική αυτή συλλογή της Βασιλικής Φράγκου, αν και κατά τη γνώμη μας καλύτερη θα ήταν «Αστραπές μες στη νύχτα». Γιατί τα ποιήματά της, σύντομα σαν αστραπή, έχουν επίσης την λάμψη της. Εκθαμβωτικά στη σύλληψη, ασύλληπτα στο βάθος τους, βαθιά στα νοήματά τους, αιχμαλωτίζουν αμέσως τον αναγνώστη. Σύντομα σαν χάι κου, πυκνά σαν επιγράμματα, ευαίσθητα σαν Κρητική μαντινάδα, διαυγέστατα σαν δημοτικό τραγούδι, αποκαλύπτουν, πέρα από το ποιητικό ταλέντο της Φράγκου, τη φυσική κατάληξη της ποίησης μετά τις μεγάλες συνθέσεις του παρελθόντος: το σύντομο, λιτό, πυκνό, απέριττο ποίημα, που η ανάγνωσή του είναι περισσότερο ένα ξάφνιασμα παρά μια τέρψη.
Κοιτώ τον ουρανό.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου,
τον αγγίζω…
Μήπως χαμήλωσε για μένα,
Τάχα να ψήλωσα γι αυτόν;
  Ή το παρακάτω:
Τίναξα απ' τους ώμους τα σπουδαία της ζωής
κι ανάσανα!

  Η Φράγκου δεν έχει συγκεκριμένες θεματικές. Η έμπνευσή της έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, και μπορεί να είναι αναπόληση του παρελθόντος («Η μαύρη γραμμή»), αναστοχασμός σε αντιλήψεις και ιδέες («Ευτυχία»), εντυπώσεις εικαστικές («Ακουαρέλα»), πρόσωπα της λογοτεχνίας («Βασιλιάς Ληρ»), τελικά τα πάντα. Κάποιες στιγμές συνομιλεί με τον Άλλο:
Τώρα που λευτερώνομαι
Απ' τα δεσμά των σχέσεων,
Ενώνομαι μαζί σου.  

  Διάβασα κάποτε σε ένα κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας ότι η πεζογραφία είναι μια μετωνυμία και η ποίηση μια μεταφορά. Αυτό που εντυπωσιάζει στη συλλογή αυτή της Φράγκου είναι η πρωτοτυπία στη σύλληψη των μεταφορών της. Στο παρακάτω ποίημα, το μεταφερόμενο δίνεται στον τίτλο («Η λαχτάρα»), και το όχημα στον τελευταίο στίχο.
Το ρυάκι τρέχει με λαχτάρα
να συναντήσει το ποτάμι.
Το ποτάμι ποθεί να σμίξει
με τη θάλασσα
κι εσύ,
στο τζάμι ενός παράθυρου
μικρή σταγόνα!

  Όμως το «Είναι στιγμές» βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική της, που είναι η αποφθεγματική συντομία:
    Είναι στιγμές,
    οι άγγελοι,
    λευκές ανάσες…

Θα κλείσω την παρουσιάσή της με το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο. Τιτλοφορείται «Οι μοίρες».
Όταν γεννιόμαστε
Έρχονται οι Μοίρες της ζωής
από παλιά σεντούκια
στοιχειωμένα
και μας χαρίζουν σιγαλά
το δέρμα.
Όσοι λυτρώνονται,
πρώτα πεθαίνουνε χίλιες φορές
   κι έπειτα φως
         η σάρκα τους
              και πνεύμα!



Μπάμπης Δερμιτζάκης



                                         *****


Ντίνος Σιώτης
Αυτοβιογραφία ενός στόχου
Εκδ. Κέδρος


Ο Novallis λέει  « Δεν είναι τίποτα πιο συνηθισμένο απ' το ασυνήθιστο».
Ξαναδιαβάζοντας τον «Στόχο» του Ντίνου Σιώτη σκέφτηκα μήπως εκεί βρίσκεται η μυστική γοητεία της ποίησής του, σ' ένα παράξενο αμάγαλμα, δηλαδή ανάμεσα στο συνηθισμένο και στο ασυνήθιστο.
Το καθημερινό, όχι δεν το αγνοεί, δεν το περιφρονεί στα ποιήματά του, αλλά και φαίνεται να το σέβεται. Συγχρόνως όμως δεν παραλείπει να το ειρωνευθεί, να γελάσει μαζί του, όπως άλλωστε κάνει και με τον εαυτό του με μεγάλη άνεση. Τον θεωρεί (τον εαυτό του) μέρος αυτού του τόσο συγκεκριμένου κόσμου. Συγκεκριμένου;
Όχι μόνον. Γιατί αναπάντεχα μεσ' απ' τα πιο αντικειμενικά λόγια βρισκόμαστε σε μία υπερρεαλιστική πραγματικότητα :
«Μέσα στην αίθουσα αναμονής
  περιμένουν οι φάλαινες
  εκτοξεύοντας πίδακες χαράς»
Αλλά οι δύο πραγματικότητες, η ρεαλιστική και η υπερρεαλιστική δεν είναι αντίπαλες, δεν περιμένει η μία την έξοδο της άλλης για να υπάρξει.
Στην ποίηση του Ντίνου Σιώτη συζούν κι οι δυο μαζί ειρηνικά και ειρωνικά.


   Κατερίνα Αγγελάκη - Ρούκ



                                         *****


Χρίστος Παπαγεωργίου
Ο τοίχος σημαία
Εκδ. Ύψιλον


Σε μια εποχή που ως αναγνώστες βιώνουμε μια απολιτίκ στάση στην πλειοψηφία του λογοτεχνικού κόσμου έκπληξη αποτέλεσε η συλλογή του Χρίστου Παπαγεωργίου και μάλιστα ευχάριστη για όσους κατανοούν την αναγκαιότητα του Αριστοτελικού όρου περί πολιτικού όντος.

Ο τίτλος της συλλογής και η αφιέρωσή του στη μνήμη της Κωστούλας Μητροπούλου παραπέμπουν στο γνωστό τραγούδι «Ο δρόμος» τους στίχους του οποίου είχε γράψει η Κ. Μητροπούλου και που αξίζει να θυμίσουμε αφού εκτός των άλλων αποτελούν και κλειδί για την ανάγνωση της συλλογής:

«Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
Κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
Ήταν μια λέξη μοναχά Ελευθερία
Κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά…»

Με τους στίχους να περνούν από το χθες στο σήμερα και από την ακινησία στην κίνηση μετουσιώνει το κλίμα μιας αδικαίωτης γενιάς (και κάθε αδικαίωτης γενιάς) σε ποίηση, με κύριο χαρακτηριστικό τη συνύπαρξη  του υπαρκτού με το οραματικό, της αμφισβήτησης με την αποδοχή.


Γιάννης Μανιάτης



                                        *****


Σωτήρης Παστάκας
Nήσος Xίος
Εκδ. Πλανόδιον

Στη «Mάθηση της αναπνοής», και με τους στίχους «Tο λεύκωμα με τις φωτογραφίες / που δεν τραβήχτηκαν ποτέ ξεφύλλιζα / και πάλι απόψε», ο Σωτήρης Παστάκας προσδιόριζε ένα είδος μη-τόπου της ποιητικής έμπνευσης. Eνα τέτοιο παράδοξο λεύκωμα είναι η «Nήσος Xίος». Mε λέξεις που ειπώθηκαν και δεν ακούστηκαν, με αισθήματα που έλαμψαν και κάηκαν πριν αποτυπωθούν ανεξίτηλα στην ψυχή, με χειρονομίες που έμειναν εκκρεμείς, και με διαρκή την αμφιβολία για το τι αληθεύει και τι ψεύδεται, τι είναι το πραγματικό και τι το πλαστό, τι το ειλικρινές και τι το πλάνο. Aκριβώς το ζεύγος «αλήθεια-ψεύδος» αποτελεί τον άξονα των στίχων, μιας και δεσπόζει σε τέσσερα τουλάχιστον ποιήματα, από τα συνοπτικότερα όλα τους, από εκείνα δηλαδή που διεκδικούν μια ακαριαία γνωμικότητα: Στο 4ο («Tελικώς, είναι αληθινός ο πόνος / που νιώθω, για τον ψεύτικο / τον έρωτά σου»), στο 10ο («Tο πιο αστείο: να είναι ψεύτικος ο πόνος μου. / Aληθινός ο έρωτάς σου»), στο 11ο («...Kι αν για την πραγματική οδύνη / αρκεί ένας ανύπαρκτος έρωτας;») και στο 15ο («Θέλω να ξέρεις / πως αν τότε δεν σε αγάπησα / ειλικρινά, τώρα πονώ αληθινά»).
Σ' αυτό το μεταίχμιο, είναι «μετέωρα όλα αμφίβολα», κι ο ποιητής, για να δώσει φωνή στην αμφιθυμία του, δεν έχει παρά «να γνωρίσει τη γραφή σαν αναπλήρωση» και να «ναυτολογήσει το πλήρωμα των λέξεων». Xάρη στο ζύγισμα θέρμης και «ψυχρότητας», και παρότι ορισμένα ποιήματα δείχνουν να ακινητούν στα ίδια αισθήματα και στα ίδια μοτίβα, το αποτέλεσμα είναι ένα αποδοτικό ταξίδι στους δρόμους της αγάπης, εκεί όπου όλα γίνονται για να ξαναγίνουν, κι ας δίνουν κάθε φορά την αίσθηση του μοναδικού.


Παντελής Μπουκάλας,

Πρώτη δημοσίευση: Εφημ. Καθημερινή, 11/2/2003



                                     *****


Τάσος Γαλάτης
Ανιπτόποδες και σφενδονήτες
Εκδ. Γαβριηλίδης



Έξ όνυχος τον λέοντα
Άμεση- φρέσκια ματιά είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης του Τ. Γ.  Στο βιβλίο του «Aνιπτόπoδες και σφενδονήτες», βιβλίο αποκάλυψη, καθώς ήρθε αθόρυβα να μας θυμίσει την άξία της αληθινής ποιητικής φωνής, μιας φωνής αστόλιστης, εν πολλοίς, και ανεπιτήδευτης, γεμάτης, ωστόσο, χυμούς και φυλλωσιές, ήχους και γεύσεις, οσμές και χρώματα και αφές και, πάνω απ' όλα, μνήμες και νοσταλγία, στοχασμό και υπαρξιακή ρέμβη.

Ό Τ. Γ. μεταφέρει στην ποίησή του την προσωπική του μυθολογία με τρόπο άμεσο και απροσποίητο δίχως διλήμματα και αναστολές, επείγεται να μιλήσει για όλα, με αφoπλιστική ειλικρίνεια. Γι αυτό και ο λόγος του είναι ουσιαστικός, μας κεντρίζει, τα ειδώματά του μας ενδιαφέρουν, ο κόσμος του αποτελεί μέρος του δικού μας. Τα εργαλεία του είναι καθαρά καλλιτεχνικά, αλλά ή αξία τους έγκειται στο ότι είναι σύμφυτα του ψυχισμού του, δεν τα επινοεί.

Οι αρετές της ποίησης του Τ-Γ. επισημαίνονται αμέσως από τον επαρκή αναγνώστη και δεν είναι λίγες. Παίρνω ενδεικτικά., το ποίημα της σελ. 149 «'Ένας Ζουρτσάνος». Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Πρόθεση μου είναι να παρουσιάσω τον ποιητή. Το παραθέτω ολόκληρο:

ΕΝΑΣ ΖΟΥΡΤΣΑΝΟΣ

Γεννήθηκα στο Αργοστόλι άλλά δεν έγινα Κεφαλλονίτης,
Δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιους μεγαλουσιάνους
και τούς κόντηδες
έκτός από τον ιππότη Διονύσιο κόμητα Σολωμό.
άλλη άρχονται δεν έχω.

Έμένα ή δική μου ή σειρά κρατάει κάτω από τ' αυλάκι
παρέμεινα σάν τούς γονιούς μου βέρος Ζουρτσάνος
αν και δεν ξεκαθάρισα ποτέ ακριβώς Ζούρτσα τι θα πει.
Όσοι επαίρονται ώς Ευρωπαίοι
πιστεύουν ότι έτσι τη βάφτισαν οι Φράγκοι τών Bιλ-
λαρδουϊνων
για τα ποτάμια και τα κεφαλάρια της
άλλοι λένε πώς είναι σλάβικο απομεινάρι
γι' αυτό αργότερα επί τό ευπρεπέστερον
μετονομάστηκε σε Κάτω και Νέα Φιγαλία.

Δεν ξέρω τι να διαλέξω ούτε νοιάζομαι
άλλωστε μπορεί να είμαι τουρκόσπορος
Όπως υποψιάζομαι από τούς Κουζουμαίους και Γιαβρούμηδες
το σόι του πατέρα μου
ή να κατάγομαι από τούς αραπάδες του Ιμπραήμ
πού όργωσαν πέρα για πέρα τον Μωριά
Όταν ήμουνα δάσκαλος στό Μισίρι
κανένας ντόπιος δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου
το σκούρο μούτρο μου δεν ξένιζε, αράπης ήμουνα κι
εγώ.
Φράγκος ή  Σκλαβηνός, τουρκόσπορος ή αράπης, αδιάφορο
για ένα πράγμα είμαι σίγουρος
τη γλώσσα πού μου έμαθε ή μάνα μου
αυτή πού δίδαξε στο γιό της ή σκοτεινή Αγγελική Νίκλη
κι έφτασε μόνο γι' αυτό να γίνει το βλαστάρι της
ο ψάλτης των Ελλήνων και της λευτεριάς τους.


Ποια είναι ή Ζούρτσα, ποιος είναι ό Ζουρτσάνος. Τό πρώτο πρόσωπο στό ποίημα σηκώνει όλο τό βάρος της ευθύνης, δεδομένη λοιπόν ή αμεσότητα του λόγου. Πρoxωρώντας, μάς κερδίζει το εύρος του ποιήματoς, εύρος γεωγραφικό, ιστορικό, γλωσσικό: Από τη Ζάκυνθο στη Ζούρτσα της Αρκαδίας κι ακόμα πιο κάτω, στο Μισίρι. Μια διαγώνια γραμμή ενώνει δύση- νότο, το ταξίδι μας γεμίζει ευφορία. Παράλληλα ή μνήμη συναγείρεται: Σκλαβηνοί, Φράγκοι, Τούρκοι, Αραπάδες, η νεότερη ιστορία μας παρούσα, κι όλα ειπωμένα με τη γλώσσα μας εκτεταμένη ως τά όριά της, από την απλοϊκή κουβέντα του δρόμου ( δεν έχω τίποτα, ή σειρά μου κρατάει, κανένας δεν με ρώτησε για τη σκούφια μου, κι έφτασε μονάχα γι αυτό κ. α.) ως τη λόγια ( επαίρονται, επί το ευπρεπέστερον, μετονομάστηκε κ.α.) γλώσσα δουλεμένη κι αφομοιωμένη, ικανή να αφηγείται αλλά και να συμπυκνώνει στο έπακρον.

Οι αντιθέσεις, εξ άλλου, πού λογχίζουν το ποίημα, εξωτερικά και εσωτερικά, (γεννήθηκα στο Αργοστόλι- δεν έγινα Κεφαλλονίτης, δεν έχω τίποτα με τούς Έπτανήσιoυς μεγαλουσιάνoυς και τούς κόντηδες- παρέμεινα βέρος Ζουρτσάνος, μπορεί να είμαι τουρκόσπορος, αράπης- για τη γλώσσα μου όμως είμαι σίγουρος) συμβάλλουν στην κλιμάκωση της έντασης, ενώ, παράλληλα, ο αυτοσαρκασμός αποφορτίζει, διαχέοντας ιλαρότητα και ευφροσύνη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί μεγάλη αρετή, γιατί ή ποίηση όπως και κάθε τέχνη, δεν σοβαροφορεί, παίζει, ας θυμηθούμε τους Αρχαίους λυρικούς μας.

Εν τέλει, ποια είναι η Ζούρτσα; Είναι ή Σκιάθος του Παπαδιαμάvrη, είναι ό ομφαλός της γης, είναι ή εσωτερική στέγη του καθενός μας; Και ό Ζουρτσάνος;

Είναι μόνο ο ποιητής, ο κάθε Έλληνας, είναι ο άνθρωπος όπου γης, πού δικαιούται να έχει μια ρίζα;

Το ποίημα ρέει «με τις αισθήσεις όλες στα πρόσω»*, μας συγκινεί, και γι αυτό μας μετακινεί. Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Φτάνει πού μιλάμε τη γλώσσα της μάνας μας, αυτή από μόνη της αποτελεί πατρίδα, αδιαπραγμάτευτη εθνική μας ταυτότητα.
Οί καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος θριαμβικοί στην αναφορά τους για τον «ψάλτη των Ελλήνων και της λευτεριάς τους», κορυφώνουν τη συγκίνηση και τη ρέμβη, στοιχεία απαραίτητα της λυτρωτικής λειτουργίας της αληθιvής τέχνης.

Ό ποιητής, αθώα, και με βιωματικό τρόπο, μέσα σε τριάντα στίχους
απάντησε σε θεμελιακής σημασίας ερωτήματα και, το σπουδαιότερο, οι απαντήσεις
του ενισχυμένες με το «δίκαιον» της καρδιάς, δεν σηκώνουν αντίλoγo.


Μαρία Μαρκαντωνάτου

• στίχος από ποίημα του Λουκά Κούσουλα




Δημοσίευση στο Λέξημα : 11/12/2006


Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.