Δρ Φιλολογίας
Άνθρωποι και Αντικείμενα:
Το Εικαστικό Έργο του Νίκου Οικονομίδη
Η τέχνη αποτελεί μια ανοιχτή περιοχή, όπου ο καλλιτέχνης δημιουργεί καινούριες πραγματικότητες. Ο βασικός όρος που αντιστοιχεί στη φαντασία, όπως επισημαίνει ο Gaston Bachelard, δεν είναι η εικόνα αλλά το φανταστικό. Η αξία μιας εικόνας προσδιορίζεται από την έκταση του φανταστικού της φωτοστέφανου. Χάρη στο φανταστικό, η φαντασία είναι ουσιαστικά ανοιχτή, φευγαλέα. Αποτελεί μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό, την κατ΄ εξοχήν εμπειρία του ανοίγματος, την κατ΄ εξοχήν εμπειρία του καινούριου. Άλλωστε, η φαντασία δεν είναι μια απλή κατάσταση, είναι αυτή καθαυτή η ανθρώπινη ύπαρξη.
Ο καλλιτέχνης μάς αποκαλύπτει μιαν άγνωστη πτυχή της πραγματικότητας, γιατί είναι ικανός να συλλαμβάνει τις σχέσεις εκείνες και τους συνδυασμούς, που θα του επιτρέψουν να δώσει στην πραγματικότητα που θέλει να εκφράσει, μια μορφή τέτοια, ώστε αυτή να φανερωθεί μπροστά μας σαν κάτι το υπαρκτό, έστω και αν πρόκειται για μια ολότελα φανταστική πραγματικότητα, που θα πάρει υπόσταση μόνο μέσα από το δημιούργημα του καλλιτέχνη. Το έργο που δημιουργεί ο ζωγράφος είτε αποτελεί αναπαράσταση των πραγμάτων που συναντούμε γύρω μας είτε όχι, αναπαριστά κάθε φορά μια καινούρια πραγματικότητα που δεν υπήρχε πριν από το έργο.
Έτσι, και οι εικόνες στα έργα του Νίκου Οικονομίδη άλλοτε προβάλλουν πολύ καθαρά, που νομίζεις πως μπορείς να τις αγγίξεις και να τις ψηλαφίσεις, άλλοτε πάλι είναι κάπως σβησμένες. Κι όμως, αυτό το παράξενο συνονθύλευμα από εικόνες αντιπροσωπεύει τον «αληθινό» ανθρώπινο μικρόκοσμο περισσότερο απ΄ όσο μια φωτογραφία ή ένας λεπτομερειακός πίνακας.
Παρά τη φαινομενική σύγχυση και τις διάσπαρτες φόρμες, οι πίνακες του Οικονομίδη δεν είναι ακατάστατοι. Ο καλλιτέχνης κατασκευάζει τις εικόνες του από ομοιόμορφα τμήματα και έτσι οι συνθέσεις του δίνουν μιαν εντύπωση συνέπειας. Ο ζωγράφος, εμφανώς επηρεασμένος από την τεχνοτροπία του Κυβισμού, αποδίδει, εικαστικά, γνώριμα μοτίβα: τραπέζια, μπουκάλια, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ή και την ίδια την ανθρώπινη μορφή. Ο Οικονομίδης, στα περισσότερα από τα έργα του, προϋποθέτει ότι το αντικείμενο που απεικονίζεται είναι οικείο, ώστε ο θεατής να μπορεί εύκολα να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα στα διάφορα μέρη.
Η φιλόλογος και συγγραφέας Λήδα Παναγιωτοπούλου στο υπό έκδοση λεύκωμα Δεκατέσσερα Ποιήματα, μια Ιστορία και Πέντε Ζωγραφιές (2008) πλαισιώνει με κείμενά της εικαστικά έργα του Νίκου Οικονομίδη περιγράφοντας πολύ εύστοχα τη σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης:
[…]
Πάνω στο τραπέζι τσιγάρα και χαρτιά μισογραμμένα,
φράσεις μισές, ατέλειωτες.
[…]
Το τραπέζι αρχίζει να υποχωρεί.
Σιγά-σιγά βρίσκεις το κουράγιο
και σηκώνεσαι.
Παίρνεις μολύβι και χαρτί,
αρχίζεις με κόπο να γράφεις,
αρχίζεις ν΄ ανασαίνεις δηλαδή.
Πίνεις μια γουλιά κρασί, ανάβεις τσιγάρο.
Κοιτάς γύρω σου• το δωμάτιο άδειο.
Μόνο το τραπέζι κι΄ εσύ.
Οι δυο σας.
Τα χαρτιά σου κι΄ εσύ.
Πάλι οι δυο σας.
[…]
Ο ζωγράφος διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος (Μαρτυρίες, 1957-1965). Τα αντικείμενα, όπως όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, άλλωστε, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Η ποιητική αυτή όραση του καλλιτέχνη προσδίδει στις συνθέσεις του ύφος λιτό, συχνά αινιγματικό, που καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες και τους ψυχικούς κραδασμούς, ενώ καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα.
Τα αντικείμενα μεταδίδουν μια εκπληκτική αίσθηση στερεότητας, ενώ παράλληλα παραβιάζουν όλα τα παραδοσιακά συστήματα ιλουζιονιστικής απόδοσης. Η προσπάθεια του ζωγράφου να δώσει την αίσθηση της στερεότητας και της δομής τον οδήγησε στην αναγωγή των αντικειμένων στις απλούστερες δυνατές βασικές φόρμες τους προκειμένου να ελέγξει και να εξηγήσει καλύτερα τον κυβιστικό χώρο. Ο Οικονομίδης αναπαριστά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα οποία χάρη στη συνειρμική τους αξία γεννούν άμεσα μια οπτική αίσθηση. Ο ζωγράφος, ωστόσο, σπάει το περίγραμμα του θέματός του, ώστε να επιτρέψει στον περιβάλλοντα χώρο να κατακλύσει την επιφάνεια του πίνακα. Ο θεατής έχει τη δυνατότητα να ανασυγκροτήσει για λογαριασμό του τη νατουραλιστική ακεραιότητα του θέματος. Το θέμα προβάλλει αργά από αυτό το σύμπλεγμα στοιχείων της σύνθεσης, για να εμφανιστεί και πάλι στη γενικότερη ενεργοποίηση της επιφάνειας. Με αυτόν τον τρόπο, αναπτύσσεται ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στα αντικείμενα που απεικονίζονται και το χώρο που τα «φιλοξενεί». Έτσι, ορισμένα δύσκολα θέματα εντοπίζονται ευκολότερα με τη βοήθεια πιο ρεαλιστικών ευανάγνωστων σχεδίων και σπουδών. Ο ζωγράφος καταφέρνει με επιτυχία να διατηρεί μια πολύ λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αναπαράσταση και την αφαίρεση.
Τα θέματα του Οικονομίδη δεν σχετίζονται μόνο με τα στοιχεία του καθημερινού περιβάλλοντος, αλλά και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Οι γωνιώδεις, ψηλόλιγνες μορφές και οι φωτισμοί των προσώπων απηχούν το ενδιαφέρον του δημιουργού για το καλλιτεχνικό κίνημα του Κυβισμού, αλλά και για το έργο του σημαντικότερου εκπροσώπου αυτού του κινήματος, του Pablo Picasso. Ο Οικονομίδης μαρτυρά τις αισθητικές επιδράσεις που δέχτηκε από τον Ισπανό ζωγράφο στον πίνακά του «Μοναχικές καταστάσεις» (λάδι, 1995), όπου απεικονίζεται λεπτομέρεια από τον πίνακα του Picasso «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907).
Στα έργα του Οικονομίδη, λοιπόν, διαπιστώνεται ο ορθολογικός, συχνά γεωμετρικός, κατακερματισμός του ανθρώπινου κεφαλιού και σώματος. Αποσπάσεις μερών, μετακινήσεις, παραμορφώσεις συστατικών ενός προσώπου, ή μιας άλλης μορφής. Αλλού το ένα, αλλού το άλλο, αλλού η μισή μύτη, αλλού η άλλη μισή. Το ένα μάτι εδώ, το άλλο από την άλλη πλευρά, το ίδιο πρόσωπο από πολλές όψεις, διασκορπισμένα μέρη. Διάλυση πρώτα, συρραφή μετά, ώστε να φαντάζει ανοίκειο. Οι μορφές του Νίκου Οικονομίδη, όμως, δονούνται από κύματα μιας εσωτερικής ζωής αφανέρωτης μεν, αλλά όμως εντόνως υπαρκτής σε μυστικές κρύπτες πάνω στην ίδια την επιφάνεια της εικόνας. Κάθε μορφή, γραμμή ή χρώμα, είναι απολύτως συνδεδεμένα με μια αντικειμενικά υπαρκτή πραγματικότητα και δεν ανάγονται θεωρητικά σε αφηρημένους υπερβατικούς σχηματισμούς. Η τέχνη του Οικονομίδη δεν είναι αφηρημένη, αντίθετα διαπερνάται από ένα ακατανίκητο πάθος για ρεαλισμό. Τα έργα του διέπονται από ανάλογο πνεύμα. Είναι προβολές τραγικών εικόνων του ασυνειδήτου. Είναι τα ψυχικά αδιέξοδα του απομονωμένου ατόμου στην ερημία του κόσμου.
Ο δημιουργός διατηρεί τη δική του ευαισθησία στους χρωματικούς τόνους, με ακρίβεια στο σχέδιο, δίνει ένα δικό του νόημα και περιεχόμενο στον πίνακα, ενώ ταυτόχρονα, λεπταίνει τις φιγούρες του και αρχίζει επιμηκύνσεις και παραμορφώσεις. Η κατακερματισμένη μορφή με τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου διατυπώνει την «κατάσταση ψυχής» του καιρού μας και την ανθρωπιά μας: με τη διάσπαση που εκφράζει το παρόν μας και με την ανασύνθεση σε νέα μορφή, που είναι η λαχτάρα του μέλλοντος.
Η αγωνία για το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου φανερώνεται στα έργα του Οικονομίδη με την αλληλοδιείσδυση και τη διαπλοκή των μορφών και του χώρου που τις περιβάλλει. Μορφές και αντικείμενα συχνά απλοποιούνται και εξαρθώνονται. Η εξάρθωση όμως αυτή απορρέει όχι τόσο από την προσπάθεια να αναλυθεί η δομή τους όσο από την επιθυμία να δοθεί εντονότερα η αίσθηση του σφρίγους και της κίνησης. Η αίσθηση του προοπτικού βάθους καταργείται ενώ σπίτια, βράχια και δέντρα στοιβάζονται ουσιαστικά το ένα πάνω στο άλλο, αντί να καταλαμβάνουν διαφορετικά σημεία, από το πρώτο πλάνο έως το φόντο. Η ατμοσφαιρική και τονική προοπτική απορρίπτονται συνειδητά. Αντικείμενα που υποτίθεται ότι βρίσκονται πιο μακριά αποδίδονται εξίσου εμφατικά με εκείνα του πρώτου πλάνου. Δεν υπάρχει μία πηγή φωτός, αντίθετα φωτεινά και σκοτεινά σημεία αντιπαρατίθενται αυθαίρετα. Εδώ κι εκεί τα περιγράμματα των μορφών διαλύονται και ο χώρος γύρω και ανάμεσά τους μοιάζει να ρέει προς το μέρος του θεατή.
Η απόρριψη της παραδοσιακής προοπτικής, της μιας και μοναδικής οπτικής γωνίας, είναι εξίσου απαραίτητη τόσο ως προς την αίσθηση του χώρου, όσο και ως προς την πολλαπλότητα των πληροφοριών για το ζωγραφισμένο αντικείμενο. Με την απόρριψη του ιλουζιονισμού, τα ζωγραφισμένα αντικείμενα και ο χώρος γύρω τους μπορούν να «στοιβάζονται» στην επιφάνεια του πίνακα. Οι «κενές» επιφάνειες αποκτούν την ίδια σημασία με τα θέματα. Ο χώρος έρχεται πιο κοντά και καλεί το θεατή να τον εξερευνήσει, να τον «αγγίξει» οπτικά.
Ο Οικονομίδης επιτυγχάνει ακόμη περισσότερο την ανάγνωση του πίνακα από το θεατή με το να ενσωματώνει στους πίνακές του κομμάτια από χαρτί και άλλα υλικά. Αυτά τα σπαράγματα από εφημερίδες, χαρτί (π.χ. οντουλέ), υφάσματα κ.ά. συνδέονται με την καθημερινή ζωή. Εντοπίζονται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και, καθώς αποτελούν μέρος της εμπειρίας μας από τον κόσμο γύρω μας, γεφυρώνουν τους συνηθισμένους τρόπους αντίληψης με το καλλιτεχνικό γεγονός, όπως αυτό παρουσιάζεται από τον καλλιτέχνη. Η «υλικότητα» των ξένων αυτών στοιχείων, με την τεχνική του κολάζ, προσδίδει στους πίνακες του Οικονομίδη απτική αξία αλλά και την αίσθηση της υλικής βεβαιότητας. Έτσι, διαφορετικές υφές, ενσωματώνονται στη σύνθεση, διαμορφώνοντας την πραγματικότητα του πίνακα, που ανταγωνίζεται την πραγματικότητα της φύσης. Το «μετατοπισμένο» αντικείμενο εντάσσεται σε ένα σύμπαν για το οποίο δεν είναι προορισμένο, στο οποίο παραμένει, ώς ένα βαθμό, ως αλλόκοτη παρουσία, για να θυμίζει άλλωστε ότι ο κόσμος που ζούμε είναι αλλόκοτος, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικός. Ο ζωγραφικός κόσμος του Νίκου Οικονομίδη καταργεί τον οπτικό καταμερισμό της μορφής, των αντικειμένων αλλά και του χώρου γενικότερα, για να προβάλει τη συνείδηση της σπασμένης ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Ο ζωγράφος μπροστά στην πραγματική, αδιέξοδη ζωή, προτάσσει την αποδοχή του αδιεξόδου και αποκαλύπτει τον κατακερματισμό, την αποσπασματικότητα, τις βίαιες τομές στη συνείδηση, σαν προϋποθέσεις ύπαρξης, σαν συστατικό στοιχείο και πρώτη ύλη της έκφρασης της μοντέρνας εποχής.
Ο ίδιος ο δημιουργός σε κείμενό του θα πει:
[…]
Άνθρωποι που ψάχνουν το «πρόσωπό» τους.
Μοναχικές φιγούρες χαμένες στο εγώ τους.
Ένας ολόκληρος κόσμος σε αδιέξοδες σχέσεις.
Άνδρες και γυναίκες που δεν διασταυρώνουν ούτε το βλέμμα τους.
Θυμωμένοι άνθρωποι σε «θυμωμένες» πόλεις.
Η ανθρώπινη ταλαιπωρία στο τέλος του αιώνα…
Υ.Γ. και μη με πείτε απαισιόδοξο…
ΕΙΜΑΙ.
Ομιλία στην Γκαλερί «Χρυσόθεμις»/Νίκος Οικονομίδης «Άνθρωποι στα όρια…», 22.4.2011.
![]() | ![]() |