Λέξημα / Άρθρα / Μια προσέγγιση της ποιητικής έκφρασης της Μαρίας Καραγιάννη.Ανώνυμος επισκέπτης
Άρθρα Νεότερο Παλαιότερο
'Αρθρο #1698 | Αποστολή από hdermi |
   Δευ 18 Απρ 2011 
Μια προσέγγιση της ποιητικής έκφρασης της Μαρίας Καραγιάννη.
Μια διεισδυτική ματιά στο έργο της ποιήτριας Μαρίας Καραγιάννη
Βάσω Οικονομοπούλου
Εκπαιδευτικός, ΜΑ, Δρ. Φιλολογίας

Μια προσέγγιση της ποιητικής έκφρασης της Μαρίας Καραγιάννη.

«Της ερημιάς η σκόνη:
Ο κατακερματισμός του προσώπου
στην ποίηση της Μαρίας Καραγιάννη»


«Άσπρο πουλί σε μαύρη ομίχλη
της ερημιάς τη σκόνη κοσκινίζει»
(Μ. Καραγιάννη, «Της ερημιάς η σκόνη»).



Η Μαρία Καραγιάννη πρωτοεμφανίζεται στην ποίηση με τη συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας (Κέδρος 1973).  Ήδη από την πρώτη συλλογή ποιημάτων της φανερώνει τις αισθητικές επιδράσεις αλλά και τις θεματικές ορίζουσες του ποιητικού προσανατολισμού της. Ο πεσιμισμός και η διαβρωτική αίσθηση της διάψευσης θα αποτελέσουν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο της πρώτης όσο και των επόμενων ποιητικών συλλογών της Δίδυμο όνειρο (Κέδρος, 1979), Η μυστική δίοδος (Χειρόγραφα, 1989) και Ο γυρολόγος της ερήμου (Σοκόλης, 2010) (1).
Η ποιήτρια δεν εκφράζει παρά τα ιδεολογήματά της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς στην οποία ανήκει. Η ποίησή της είναι εντονότατα εξομολογητική, ενίοτε αυτοβιογραφική, ενώ κυρίαρχη είναι η ερωτική και η υπαρξιακή αγωνία και λιγότερο  η αγωνία για ανατροπή του κοινωνικού αδιεξόδου. Η ποίηση της Καραγιάννη στο σύνολό της δεν καταγγέλλει ούτε έχει πολιτική σκόπευση. Ο ποιητικός λόγος της προβάλλει το ατομικό βίωμα, το οποίο μεταπλάθεται σε μια ποίηση ξεχωριστή, όπου κυριαρχεί η ανθρώπινη οδύνη ως η βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ποίησή της αντιμετωπίζεται από την κριτική ως η «γυναικεία εκδοχή των εφιαλτικών οραμάτων» του Μίλτου Σαχτούρη (2). Η ποιήτρια, ωστόσο, παρουσιάζει περισσότερο έναν κόσμο διαβρωμένο, όπου κυριαρχούν οι ακρωτηριασμένες εικόνες και η διάλυση του υποκειμένου. Επομένως, το συμπαγές τοπίο του τρόμου και του εφιάλτη, που χαρακτηρίζει τη σαχτουρική ποίηση, φαίνεται πως έχει διαρραγεί στην ποίηση της Καραγιάννη. Η ποίησή της διακρίνεται για τη συναισθηματική φόρτιση του ποιητικού εγώ, ενώ είναι αναμφίβολη η διασάλευση των ρεαλιστικών ορίων του κόσμου που συνθέτουν τα ποιήματά της.
Οι λέξεις της ποίησής της, όμως, μοιάζουν απολύτως συνδεδεμένες με μια αντικειμενικά υπαρκτή πραγματικότητα και δεν εκφράζουν αφηρημένες υπερβατικές εικόνες. Η ποίησή της διαπνέεται από ένα ακατανίκητο πάθος για ρεαλισμό προκειμένου να περιγραφούν με ακρίβεια οι τραγικές εικόνες του ασυνειδήτου. Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει τα ψυχικά αδιέξοδα του απομονωμένου ατόμου στην «ερημιά της σκόνης» (3).  
Το ανθρώπινο σώμα παρουσιάζεται κατακερματισμένο με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου: μάτια σαν λέπια στο φλοιό της γης (4), διαμελίζω το κορμί μου / τα πόδια μου / τα χέρια / το κεφάλι / και το καθένα / χωριστά το κρύβω (5), αποκτώ το σχήμα μιας πέτρας ή με αποχωρίζεται το σώμα αναπαυμένο (6). Η ποιήτρια προβαίνει σε έναν συμβολικό διαμελισμό του ατόμου, ώστε να καταδείξει την «κατάσταση ψυχής» του καιρού μας και την ανθρωπιά μας: τη διάσπαση, που εκφράζει το παρόν μας και την ανασύνθεση σε νέα μορφή, που είναι η λαχτάρα του μέλλοντος.
Η σύνθεση του ποιητικού σώματος είναι επώδυνη για το ποιητικό εγώ. Η ποιητική έκφραση προσομοιάζει με το βίωμα του τοκετού, όπως αποκαλύπτει η ίδια η Καραγιάννη μέσα από την ποιητική συλλογή της Μυστική δίοδος: να φοβάσαι τον λόγο / που στιλπνός και πρησμένος περιμένει στα βρύα (σ. 24), θυμώνουν τα ποιήματα / ταράζονται πολύ όταν επιμένεις στον πρόωρο τοκετό τους (σ. 34), μες στο αίμα μου κυκλοφορούν θρύμματα γυάλινα / γίνονται λέξεις / στριμώχνονται να βγουν να πουν (σ. 60). Οι λέξεις υποβάλλουν την ποιήτρια σε μια διαδικασία κατάδυσης στη συνείδηση και ανάδυσης στην υπαρκτή πραγματικότητα. Ο ποιητικός λόγος χαράσσεται στο χαρτί με δυσκολία, ενώ κυριαρχεί η απουσία του χρώματος και του φωτός, αν και η ποιήτρια είναι παράλληλα και ζωγράφος:

Παραλείπω τα φωνήεντα
ρ ς   λ ς   φ ς
που σήμαιναν
αέρας ήλιος φως
Εγώ γυρεύω λέξεις
σκοτεινές και μόνες
άδεια φορέματα καμένα
ονόματα
χειρονομίες και σήματα
χωρίς αντιστοιχία
Απομονώνω αποσυνθέτω
αποσυνδέω αποσπώ
αποσπώμαι απέρχομαι
                            (Δίδυμο όνειρο, σ. 27).

Οι εικόνες του θανάτου και του ματαιωμένου έρωτα, οι οποίες κατακλύζουν την ποίηση της Καραγιάννη, εκφράζουν την εκμηδένιση και τη διάλυση του ανθρώπινου στοιχείου. Οι λεκτικές εικόνες της ποίησής της θα μπορούσαν να εκληφθούν ως  το εικαστικό συνώνυμο της «νεκρής φύσης» στην τέχνη. Έτσι, στη συλλογή Δίδυμο όνειρο γίνεται αναφορά στην πτώση του φεγγαριού (σ. 10), στο θρυμματισμένο φως (σ. 13), σε βρύα νεκρά (σ. 23), σε πρόσωπο τεφρό (σ. 25), ενώ στη συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας η ποιήτρια αναφέρεται  στο πεθαμένο πουλί (σ. 9), στους σπασμένους λαιμούς (σ. 19), στα σπίτια κενοτάφια (σ. 24), στα  βουβά πουλιά (σ. 29), στις ερειπωμένες γέφυρες (σ. 30), στους κλειστούς ουρανούς (σ. 32), στα πνιγμένα βρέφη (σ. 57) κ.ά. Η Καραγιάννη επανέρχεται στις ίδιες εικόνες και στη συλλογή της Μυστική δίοδος. Εδώ η απουσία ζωής αποτυπώνεται σε εκφράσεις, όπως σάπιο μπουμπούκι (σ. 46), χάρτινα ολοπόρφυρα τριαντάφυλλα (σ. 50), αλογάκι πετρωμένο (σ. 68) κ.ά.
Η νέκρωση του φυσικού σύμπαντος εμφανίζεται στην ποίηση της Καραγιάννη με πολλαπλές μορφές, που, κυριολεκτικά βγαλμένες «au fil de la plume», μοιάζουν να ανταποκρίνονται σε έναν εχθρικό κόσμο που όχι μόνο υποθάλπει τις ερωτικές και υπαρξιακές ανησυχίες του ατόμου αλλά ταυτίζεται με αυτές. Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την ανάγκη να επικοινωνήσει με τα έμψυχα αλλά και τα άψυχα στοιχεία ενός κόσμου που βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση, ενώ αντιμετωπίζει μια εχθρική καθημερινότητα, βιώνει την απόλυτη μοναξιά και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο.
Η αγωνία του ποιητικού εγώ να επικοινωνήσει με το συμπαντικό κόσμο διαφαίνεται και από την προσπάθεια ενοποίησης του γήινου με το ουράνιο επίπεδο, που ωστόσο αποβαίνει άκαρπη. Η αδυναμία της ένωσης γης και ουρανού γίνεται σαφής όχι μόνο στο ποίημα «Δεν έχει γη» από τη συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας, αλλά και στο σύνολο σχεδόν της ποίησης της Καραγιάννη:

Ο ουρανός μου
δεν έχει γη
μήτε τα πόδια μου
πέλματα
κι οι ανοιχτές παλάμες μου
φτερούγες γίναν
άκορμου πουλιού.
                             (σ. 12).

Το ποιητικό υποκείμενο καταδιώκεται διαρκώς από την ελπίδα ενός ουρανού. Η λύτρωση του ανθρώπου από τα δεινά τού απτού κόσμου εναποτίθεται σε έναν υψηλότερο καθαρό χώρο. Αν όμως ο ουρανός με την έννοια του ουράνιου θόλου θεωρείται πέρασμα προς τον ουρανό του αποκαλυψιακού κόσμου, στην ποίηση της Καραγιάννη μετατρέπεται σε έναν απροσπέλαστο ουράνιο θόλο. Ο άνθρωπος απομένει με την αίσθηση του αποκλεισμού και της μηδαμινότητάς του σε σχέση με τη θεία τάξη (7). Ο ανθρώπινος πόνος τελικά δεν δικαιώνεται στον ουρανό. Ο άνθρωπος παραμένει προσκολλημένος στη γη και χάνεται έτσι η τελευταία ελπίδα για το θαύμα της κάθαρσης των παθημάτων, όπως αποκαλύπτει χαρακτηριστικά το ποίημα «Αυτός ο ουρανός» από τη συλλογή Δίδυμο όνειρο:

Αυτός ο ουρανός
δεν είναι για φτερά
έρχεται χαμηλά
και τα χτυπάει στη γη
κλείνει το στόμα
των περιστεριών
καίει φωνές
πριν φτάσουν τις φωνές
κι αν ξεκινήσουνε παιδιά
από τη μία όχθη
στην άλλη όχθη
όστρακα τα στέλνει
                                  (σ. 14).

Η κατάλυση της απόστασης ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, τον χουν και το πνεύμα, γεφυρώνει το χάσμα επιτρέποντας σε γήινες και ουράνιες μορφές να ανεβοκατεβαίνουν από τη ζωή στον ουρανό-θάνατο ή στον ουρανό-λύτρωση και το αντίστροφο ως δύο εκφάνσεις του ίδιου πράγματος. Η Καραγιάννη επανέρχεται στο μοτίβο «επικοινωνίας» ουρανού και γης και στην ποιητική συλλογή της Μυστική δίοδος:

Από το θάνατό μου σου μιλώ
κι από τον ύπνο μου  διαρκώς
δραπετεύω και διαρκώς σ΄ επισκέπτομαι
Και κανένας άγγελος ποτέ δε με γύρισε
πριν μονάχη επιστρέψω
γιατί οι άγγελοι
ωχριούν με τα κρίματα κι εξοργίζονται
                                                          (σ. 13).


Ο άγγελος, υπέρτατο θεϊκό σύμβολο, αποτελεί το διαμεσολαβητή ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Η διαρκής απομάκρυνση του θεϊκού στοιχείου από τα εγκόσμια καταδεικνύει το δράμα της εγκατάλειψης που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Στην ποίηση της Καραγιάννη η ζωή εκλαμβάνεται ως δράμα που επαναλαμβάνεται τελετουργικά σε κάθε άνθρωπο, η κυκλική διαδοχή ζωή / θάνατος / ζωή αποτελεί μια «διαρκή επιστροφή» (σ. 7) (8), που ωστόσο, δεν οδηγεί στη λύτρωση, όπως διατυπώνεται στη συλλογή Η κατάδυση και ο πυθμένας: Κι αυτό το σπίτι έμεινε / για να προσεύχεται / σε αγγέλους που δε θα ʽρθουν (σ. 55).
Η Καραγιάννη με την ποίησή της αναζητά την αλήθεια, την αυθεντική ζωή, την απελευθέρωση από τις δυνάμεις που κατατρύχουν τον άνθρωπο. Οι έννοιες της δικαιοσύνης και της ελευθερίας όμως απλώς μετεωρίζονται μεταξύ ουρανού και γης. Το ποιητικό υποκείμενο, αν και διατηρεί το δικαίωμα να επικοινωνεί με τη γη και τον ουρανό, χάνει διαρκώς την ορατότητά του, η οποία υποκαθίσταται από μια επιβεβλημένη σκοτεινότητα που μειώνει τις δυνάμεις του. Η ποίηση τελικά αδυνατεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να υπερκεράσει τα ψυχικά αδιέξοδά του: και τότε φώναξα / εδώ να υπάρχω / Θάλασσα ποίηση / δέντρο παιδί / καταργήστε τη μνήμη / ποινή του θανάτου μου / αποτρόπαιο πέρασμα / στα κομμάτια των κήπων μου (Μυστική δίοδος, σ. 25).
Ο ποιητικός κόσμος της Καραγιάννη είναι πονεμένος, καθώς εκφράζει την εσωτερική μυθολογία του ποιητικού εγώ. Η ποιήτρια υφαίνει διαρκώς τη σχέση της με το σώμα, το αίσθημα της απώλειας και την αγωνία της παραμόρφωσης, που συνδέονται άμεσα με το θάνατο. Η ποίησή της αποπνέει μια δραματική αίσθηση της ζωής χωρίς να είναι αποξενωμένη κατ΄ ουσίαν από την εποχή της. Η Καραγιάννη γράφει σε μια εποχή γενικού αποπροσανατολισμού και ανασφάλειας. Ο χώρος της είναι αναντίρρητα δραματικός, ο λόγος της ελλειπτικός, η σύνταξη παρατακτική, ενώ  το ποίημα αναπτύσσεται μέσω συνειρμικών εικόνων, ώστε να προβληθεί το ανθρώπινο δράμα διαμέσου μιας διακεκομμένης περιγραφικότητας. Η  ποίησή της αποκαλύπτει την κρυφή -ή μάλλον την κρυπτική- διαστρωμάτωση του ψυχολογικού συμβολισμού της γλώσσας και των επιπέδων του μηνύματος, καθώς τα σύμβολά της και ο κρυπτικός μηχανισμός τους δεν αποκαλύπτονται εύκολα.
Ο ποιητικός κόσμος της Μαρίας Καραγιάννη καταργεί την ενότητα του κόσμου, το συμμετρικό καταμερισμό  της μορφής, των αντικειμένων αλλά και του χώρου γενικότερα, για να προβάλει τη συνείδηση της σπασμένης ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Ο ποιήτρια μπροστά στην πραγματική, αδιέξοδη ζωή, προτάσσει την αποδοχή του αδιεξόδου και αποκαλύπτει τον κατακερματισμό, την αποσπασματικότητα, τις βίαιες τομές στη συνείδηση, σαν προϋποθέσεις ύπαρξης, σαν συστατικό στοιχείο και πρώτη ύλη της έκφρασης της μοντέρνας εποχής.

Ωστόσο υπάρχω
Ακόμα και στην άβυσσο
όπου συχνά με σπρώχνεις
ν΄ ακούω τον ήχο
της ανίατης κραυγής μου,
υπάρχω
                   (Μυστική δίοδος, σ. 35).



Υποσημειώσεις
1. Στην παρούσα εργασία δεν εξετάζουμε την ποιητική συλλογή Ο γυρολόγος της ερήμου (Σοκόλης, 2010).
2. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά», στον τόμο Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία - γραμματολογία, επιμέλεια Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα, Σοκόλης, 2002, σ. 95. Βλ. επίσης, Θανάσης Τριαρίδης, «Η ποίηση ως αγριεμένη αγάπη. Ένα σημείωμα για την Μαρία Καραγιάννη», http://www.triaridis.gr/keimena/keimA012.htm
3. Μαρία Καραγιάννη, «Της ερημιάς η σκόνη», περ. Πάροδος, τχ. 17 (Δεκέμβριος 2007).
4. Μαρία Καραγιάννη, Η κατάδυση και ο πυθμένας, Αθήνα, Κέδρος, 21979, σ. 59.
5. Μαρία Καραγιάννη, Δίδυμο όνειρο, Αθήνα, Κέδρος, 1979, σ. 26.
6. Μαρία Καραγιάννη, Μυστική δίοδος, Θεσσαλονίκη, Χειρόγραφα, 1989, σ. 17, 26.
7. Για τη λειτουργία του ουρανού στην ποίηση βλ. Northrop Frye, Ανατομία της κριτικής. Τέσσερα δοκίμια, εισαγωγή Ζ.Ι.Σιαφλέκης, πρόλογος-μετάφραση-επιμέλεια Μαριζέτα Γεωργουλέα, Αθήνα, Gutenberg, 1996, σ. 142 κ.εξ.
8. Ο όρος ανήκει στον J.G.Frazer. Βλ. Ο χρυσός κλώνος. Μελέτη για τη μαγεία και τη θρησκεία, τόμ. 5, μετάφραση Μπικάκη Μπονίτα, επιμέλεια Παναγιώτης Καρματζός, Αθήνα, Εκάτη, 1998.

Περ. Πάροδος, τχ. 43/Αφιέρωμα στη Μαρία Καραγιάννη, σσ. 5235-5239.



Lexima.gr - Τα κείμενα αποτελούν απόψεις και θέσεις των συντακτών τους.